ἀβουλήτων

ἀβουλήτων
ἀβούλητος
involuntary
masc/fem/neut gen pl
ἀβουλέω
to be unwilling
pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)
ἀβουλέω
to be unwilling
pres imperat act 3rd dual (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρατροπή — η / δωρ. τ. παρατροπά, ΝΜΑ [παρατρέπω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατρέπω, αλλαγή κατευθύνσεως, παρέκκλιση, εκτροπή («οὐκ ἔστιν θανάτου παρατροπὰ μελέᾳ μοι», Ευρ.) 2. παρεκτροπή, λοξοδρόμηση («παρατροπὴ τῆς ὁδοῡ», Διον. Αρεοπ.) 3. (με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”